ράιχσβερ

ράιχσβερ
Ν
άκλ. γερμανική λέξη που δηλώνει τις ένοπλες δυνάμεις, στρατό ξηράς και ναυτικό, τις οποίες, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς όρους τής Συνθήκης τών Βερσαλιών, επιτρεπόταν να διατηρεί η Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Reichswehr].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κλάιστ, Πάουλ Έβαλντ φον- — (Paul Ewald von Kleist,1881 – 1954). Γερμανός στρατάρχης. Ξεκίνησε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία το 1900, με την εγγραφή του στη Στρατιωτική Ακαδημία, από την οποία αποφοίτησε το 1913. Διακρίθηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο (1914 18) και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Σλάιχερ, Κουρτ φον- — (Schleicher). Γερμανός στρατηγός και πολιτικός (1882 1934). Λίγο πριν τονΑ’ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως αξιωματικός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Μετά την ήττα της Γερμανίας (1918), υπηρέτησε στη διοίκηση της ράιχσβερ (Γερμανικές ένοπλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”